Κάποιοι ἀδελφοί ἀπό
τή σκήτη ξεκίνησαν νά ἐπισκεφθοῦν τόν ἀββᾶ Ἀντώνιο. Μπῆκαν λοιπόν σ΄ ἕνα καράβι
γιά νά πᾶνε καί σ΄ αὐτό βρῆκαν ἕναν ἄλλο Γέροντα, πού ἤθελε κι αὐτός νά πάει ἐκεῖ.
Δέν τόν γνώριζαν ὅμως αὐτόν οἱ ἀδελφοί.
Καθισμένοι λοιπόν μέσα στό καράβι ἀνέφεραν μεταξύ τους ἀποφθέγματα
Πατέρων ἤ ρητά ἀπό τή Γραφή καί ἀπό ἀνάμεσα γιά τό ἐργόχειρό τους.
Ὁ Γέροντας ἔμενε ἐντελῶς σιωπηλός. Σάν βγῆκαν στό λιμάνι, παρατήρησαν ὅτι καί ὁ Γέροντας πήγαινε πρός τόν ἀββᾶ Ἀντώνιο.
Κι ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ τους εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
"Καλή συνοδεία βρήκατε τόν Γέροντα αὐτόν".
Καί
στόν Γέροντα εἶπε:
"Καλούς ἀδελφούς εἶχες μαζί σου, ἀββᾶ".
Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἁπαντά:
"Καλοί
βέβαια εἶναι, ἀλλά ἡ αὐλή τους δέν ἔχει πόρτα, καί ὅποιος θέλει μπαίνει στόν
στάβλο καί λύνει τό γαϊδούρι".
Καί αὐτό τό εἶπε, γιατί ὅ,τι ἐρχόταν στό στόμα τους, τό ἔλεγαν.
Πηγή: Ἁγιορείτικο βῆμα