Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Πολυλογία


Κάποιοι ἀδελφοί ἀπό τή σκήτη ξεκίνησαν νά ἐπισκεφθοῦν τόν ἀββᾶ Ἀντώνιο. Μπῆκαν λοιπόν σ΄ ἕνα καράβι γιά νά πᾶνε καί σ΄ αὐτό βρῆκαν ἕναν ἄλλο Γέροντα, πού ἤθελε κι αὐτός νά πάει ἐκεῖ.

Δέν τόν γνώριζαν ὅμως αὐτόν οἱ ἀδελφοί.

Καθισμένοι λοιπόν μέσα στό καράβι ἀνέφεραν μεταξύ τους ἀποφθέγματα Πατέρων ἤ ρητά ἀπό τή Γραφή καί ἀπό ἀνάμεσα γιά τό ἐργόχειρό τους.

Ὁ Γέροντας ἔμενε ἐντελῶς σιωπηλός. Σάν βγῆκαν στό λιμάνι, παρατήρησαν ὅτι καί ὁ Γέροντας πήγαινε πρός τόν ἀββᾶ Ἀντώνιο.

Κι ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ τους εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

"Καλή συνοδεία βρήκατε τόν Γέροντα αὐτόν".

Καί στόν Γέροντα εἶπε:

"Καλούς ἀδελφούς εἶχες μαζί σου, ἀββᾶ".

Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἁπαντά:

"Καλοί βέβαια εἶναι, ἀλλά ἡ αὐλή τους δέν ἔχει πόρτα, καί ὅποιος θέλει μπαίνει στόν στάβλο καί λύνει τό γαϊδούρι".

Καί αὐτό τό εἶπε, γιατί ὅ,τι ἐρχόταν στό στόμα τους, τό ἔλεγαν.