Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Ἱερά Μονή Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγίου Ὅρους


Λίγο πρίν φτάσουμε μέ τό βενζινόπλοιο στή Δάφνη ξεκινώντας ἀπό τή μονή Ξενοφῶντος, δίπλα στή θάλασσα σέ ἕνα καταπράσινο τοπίο, εἶναι κτισμένο τό Ρώσικο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.

Εἶναι κοινόβιο καί γιορτάζει στίς 27 Ἰουλίου.

Ἀπό μακρυά δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιά φρουριακό συγκρότημα μέ πολυποίκιλους τρούλους καί πολλά παράθυρα.

Πηγαίνοντας πρός τίς Καρυές καί σέ ἀπόσταση μιᾶς ὥρας δρόμο, πάνω σε ἕνα πλάτωμα, βρίσκεται τό Παλιομονάστηρο, πού εἶναι σήμερα ἐξάρτημα τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος ἀπό τό 1765.

Σέ αὐτό ἀκριβῶς τό μέρος κτίστηκε, στήν ἀρχή τό μοναστήρι πού ὀνομαζόταν μονή Θεσσαλονικέως καί πού ἀργότερα ἔπεσε σέ παρακμή καί ἐρήμωση μέ ἀποτέλεσμα νά ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τούς μοναχούς του.

Γιά αὐτό, τόν 12ο αἰώνα ὁ Πρῶτος του Ὅρους μαζί μέ τή σύναξή του δώρισαν τό ἐγκαταλειμμένο πιά μοναστήρι στή μονή τοῦ Ξυλουργοῦ, πού σήμερα ὀνομάζεται Βογορόδιτσα καί πού τό εἶχαν Ρῶσοι μοναχοί. Οἱ μοναχοί του Ξυλουργοῦ πῆγαν στό ἐγκαταλειμμένο μοναστήρι, καί ἡ Ξυλουργοῦ παρέμεινε σάν σκήτη (1168).

Τόν 13ο αἰώνα κάηκε καί μαζί μέ αὐτή, ὅλα τα ἔγγραφα πού φύλαγε, γιά αὐτό ὁ Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος (1282-1328), ἐπιβεβαίωσε μέ χρυσοβουλλο τοῦ τίς ἰδιοκτησίες τῆς μονῆς. Ἑκατό περίπου χρόνια μετά βρισκόταν συνεχῶς κάτω ἀπό τήν προστασία Σέρβων βασιλέων.

Ἀπό τό 1314 συναντᾶμε τή μονή παντοῦ σάν μονή Ἁγίου Παντελεήμονος τῶν Ρώσων ἤ καί ἁπλῶς μονή τῶν Ρώσων. Οἱ Παλαιολόγοι πρῶτα καί οἱ Σέρβοι ἡγεμόνες ὕστερα, εὐεργέτησαν σημαντικά το μοναστήρι μέ κειμήλια καί μετόχια. Στό «Τρίτο Τυπικό» του Ὅρους ἡ μονή ἔρχεται Πέμπτη στή σειρά τῶν μοναστηριῶν. Ὁ ἡγούμενος ὑπέγραφε ἑλληνικά πού σημαίνει πώς οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Μετά τό 1497 εἶχε πολλούς Ρώσους μοναχούς.

Τό 1552 φαίνεται πώς ἔκλεισε προσωρινά ἀλλά ξαναλειτούργησε λίγο ἀργότερα μέ λίγους μοναχούς. Πάντως ὁ 17ος αἰώνας ἦταν γιά τή μονή αἰώνας παρακμῆς. Τό 1725 ἡ μονή εἶχε δύο Ρώσους καί δύο Βουλγάρους μοναχούς. Στά μέσα του 18ου αἰώνα τή μονή τήν εἶχαν οἱ Ἕλληνες. Λίγο ἀργότερα οἱ μοναχοί τήν ἐγκατέλειψαν ὁριστικά κι ἦρθαν κοντά στή θάλασσα στό μέρος πού ὁ Ἱερισσού Χριστόφορος εἶχε κτίσει τό 1667 τό μικρό ἐκκλησάκι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἵδρυσαν τή νέα μονή μέ τήν ἐπωνυμία Ρούσικο (1765).

Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος τό ἔκαμε σταυροπήγιο. Οἱ οἰκοδομές τῆς μονῆς πολύ γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν μέ τή συνδρομή τοῦ ἡγεμόνα Σκαρλάτου Καλλιμάχη καί τήν προστασία τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε’.

Τό 1803 ἔγινε κοινόβιο ἀπό τόν Καλλίνικο τόν Ἐ’, ἐνῶ τό 1839 ἄρχισαν νά ἔρχονται Ρῶσοι μοναχοί, ὥστε τά 1875 εἶχε 1.000 μοναχούς, τό 1903 1.446 καί λίγο ἀργότερα περί τούς 2.000. Σήμερα ἔχει λίγους μοναχούς καί οἱ ἀκολουθίες ψάλλονται Ἑλληνικά καί Ρωσικά.

Τό Καθολικό του μοναστηριοῦ κτίστηκε ἀπό τό 1812 μέχρι τό 1820. Ἔχει 35 παρεκκλήσια μεταξύ των ὁποίων ὁ θαυμάσιος καί περικαλλής ναός τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Ἀλεξάνδρου Νιέφσκη (1852) στή βορειοδυτική πτέρυγα, καί ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Μητροφάνη δυτικά της βιβλιοθήκης.

Ἡ Τράπεζα κτίστηκε τό 1890 καί χωρεῖ 800 μέχρι 1.000 μοναχούς. Πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τῆς Τράπεζας ὑπάρχει τό καμπαναριό (1893), μέ τήν μεγάλη καμπάνα πού εἶναι δεύτερη στόν κόσμο καί τήν χτυποῦν δύο μοναχοί. Ἔχει περιφέρεια 8,71μ., διάμετρο 2,71μ. καί βάρος 13.000 χιλιόγραμμα. Ὑπάρχουν ἀκόμα ἐκεῖ ἄλλες 32 καμπάνες πού τίς κτυποῦν ἄλλοι δύο μοναχοί ρυθμικά.

Στή βιβλιοθήκη φυλάγονται 1064 χειρόγραφοι κώδικες σέ δέρμα καί σέ χαρτί καί 25.000 Ἑλληνικά καί Σλάβικα ἔντυπα. Στό σκευοφυλάκιο φυλάγονται Τίμιο Ξύλο, θαυμάσιες φορητές εἰκόνες, λείψανα πολλῶν ἁγίων, ἐξαίρετα χρυσοκέντητα ἄμφια, πολλά λειτουργικά σκεύη ἀπό χρυσό καί ἄργυρο, εἰκόνες μέ πολύτιμους λίθους ἀξίας, σταυροί καί ἄλλα πολλά.