Πρίν ἀπό 6 χρόνια ὅταν ἤμουν 15 χρονῶν καί ὄντας ὀρφανή ἀπό
πατέρα, οἱ προσευχές μου κάθε βράδυ ἔκρυβαν παράπονο γιατί ὁ θεός μου πῆρε πολύ
νωρίς τόν πατέρα μου καί παρότι τόν παρακάλαγα νά τόν δῶ ἔστω καί στά ὄνειρά
μου, οἱ ἐπιθυμία αὐτή δέν ἐκπληρωνόταν. H ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στά παράπονά
μου δέν ἄργησε νά ἔρθει. Ἡ ἀπάντηση ἦρθε μέσα ἀπό ἕνα ὄνειρο. Εἶδα στόν ὕπνο
μου ὅτι βρισκόμουν σέ μία παράξενη ἐκκλησία καί περίμενα σέ μία προσκυνηματική
οὐρά.
Ὅταν γύρισα πρός τήν μεριά πού μου ὑπέδειξε ὑπῆρχε μία
λάρνακα ἀπό τήν ὁποία βγῆκε ὁ ἴδιος παππούλης πού εἶχα δεῖ πρίν στήν εἰκόνα. Ὄχι
ὅμως σάν τό φάσμα τῆς εἰκόνας μέ χρώματα πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἁγιογράφος ἀλλά μέ
σάρκα καί ὀστᾶ. Τόν πλησίασα καί καθίσαμε καί οἱ δύο πάνω στήν λάρνακα. Δέν μέ
φόβιζε, εἶχα τήν αἴσθηση ὅτι καθόμουν μέ κάποιον δικό μου σέ ἕνα παγκάκι καί ὄχι
μέ ἕναν ἅγιο πάνω σε μία λάρνακα. Μέ κοίταζε στά μάτια μέ ἀγάπη καί
τρυφερότητα. Τά μάτια τοῦ ἐξέπεμπαν ἀγάπη καί καί στοργικότητα καί ὀμόρφυναν τό
γερασμένο καί σκυθρωπό σῶμα του. Μέ ἀγκάλιασε πατρικά καί μοῦ μίλησε σέ μιά ἄλλη
γλώσσα , ὄχι στά ἑλληνικά οἱ στίς ἄλλες γλῶσσες πού μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἦταν
σάν νά ἐπικοινωνοῦσαν οἱ ψυχές μας. Μοῦ εἶπε πώς ἀπό ἐδῶ καί πέρα αὐτός θά εἶναι
πατέρας γιά ἐμένα. Ἡ ἀγκαλιά τοῦ γέμισε τήν ψύχη μου γαλήνη καί ἡ μυρωδιά τοῦ ἔκανε
τό ὄνειρο πραγματικό.
Ξύπνησα μέ τήν σκέψη του καί μέ πολλά ἐρωτήματα γιά τό
ποιός εἶναι αὐτός ὁ παππούλης. Ὅμως μαζί μέ τά πολλά ἐρωτήματα εἶχα καί μία ἀπάντηση
στήν ἐρώτηση ‘ἔχω ἐγώ πατέρα;’. Φυσικά καί εἶχα ἁπλά δέν ἤξερα πώς τόν λένε.
Ζήτησα βοήθεια ἀπό τήν μητέρα μου ἡ ὁποία εἶναι κατηχήτρια καί γνωρίζει πολλά
σχετικά μέ τούς ἁγίους καί τούς βίους τους. Ὅμως κανένας ἀπό ὅσους μου εἶπε δέν
ἀνταποκρίνονταν στήν περιγραφή πού τῆς ἔδινα. Ἤξερα μόνο ὅτι εἶχε γκρίζα γένια,
ἦταν παππούλης, κοντός καί σκυθρωπός καί κατά πάσα περίπτωση ξένος μιᾶς καί ἡ ἐκκλησία
δέν ἔμοιαζε ἑλληνορθόδοξη, οὔτε οἱ οἱ ὑπόλοιποι προσκυνητές ἦταν Ἕλληνες, οὔτε ὁ
παππούλης μου μίλησε στά ἑλληνικά.
Ἡ μητέρα μου μέ συμβούλευσε νά προσευχηθῶ σέ ἐκεῖνον γιά
νά μοῦ ἀποκαλύψει ποιός εἶναι. Ἡ ἀπάντηση στήν προσευχή μου δέν ἦρθε μέσα ἀπό ὄνειρο
αὐτήν τήν φορά ἀλλά ἀπό ἕνα δῶρο γενεθλίων πού μου ἔκανε ὁ πνευματικός μου
πατέρας ( στόν ὁποῖο δέν εἶχα πεῖ καν τό ὄνειρο). Ἄνοιξα τό δῶρο καί διαπίστωσα
πώς ἦταν ἕνα βιβλίο. Ὅταν τό ἄνοιξα εἶδα τόν τήν ΄παράξενη ἐκκλησία’ (παράξενη
γιά ἐμένα γιατί ἦταν ρωσική) τήν ὁποία εἶχα δεῖ στόν ὕπνο μου, τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου,
τήν λάρνακά του, καθώς καί τόν παππούλη! Ἔτσι ἔμαθα τό ὄνομά του …. Ἅγιος Ἰωάννης
Μαξίμοβιτς, προστάτης τῶν ὀρφανῶν. Ἔτσι ἔμαθα τό ὄνομα τοῦ πατέρα μου, τόν
πατέρα ὅλων των ὀρφανῶν, τῶν θλιμμένων, τῶν ἀδυνάτων, τῶν φτωχῶν των ἀδικημένων.
Ὁ ἅγιος δέν μέ ἀφήνει ποτέ μόνη ἀλλά εἶναι πάντα κοντά μου καί παρουσιάζεται
πολλές φορές στά ὄνειρά μου γιά νά μέ στηρίξει, νά μέ παρηγορήσει καί νά μέ
συμβουλεύσει στίς δύσκολες στιγμές.
Ὁ Θεός μου πῆρε τόν πατέρα μου ἀλλά φρόντισε νά μοῦ
στείλει ἕναν ἄφθαρτό ( το ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ ἁγίου βρίσκεται στόν Σάν
Φρανσίσκο) ὁ ὁποῖος βρίσκεται καί στήν γῆ καί μᾶς θυμίζει ὅτι ὅποιος ἀκολουθεῖ
τόν Χριστό δέν ἔχει λόγο νά φοβᾶται τόν θάνατο … ἐκεῖνος δέν τόν ἔφθειρε. Πῶς εἶναι
δυνατόν ὁ ναός μιᾶς ἅγιας ψυχῆς νά γίνει πάλι χῶμα;
Αἰσθάνομαι τυχερή ἀλλά ταυτόχρονα , ἔχω τήν εὐθύνη, ἀπό
τήν στιγμή πού ὁ θεός ἐπέτρεψε σέ ἐμένα τήν πιό ἁμαρτωλή νά συμβεῖ αὐτό, νά
μάθουν τόν Ἅγιο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς ὅσο τό δυνατόν περισσότεροι ἄνθρωποι καί μαζί
μέ τήν δική μου ἀλλαγή, νά φέρει ἀλλαγή καί σέ πολλούς ἄλλους ἀνθρώπους πού αὐτήν
τήν στιγμή πού διαβάζουν τά λόγια αὐτά ἀναζητοῦν ἕνα καταφύγιο καί μιά πατρική ἀγκαλιά.
Τό μόνο πού μποροῦσα νά κάνω ὡς δεκαπεντάχρονη ἦταν νά φτιάξω μία σελίδα στό
facebook μέ ὄνομα SAINT JOHN MAXIMOVITCH( ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ) πού σήμερα ἀριθμεῖ
πάνω ἀπό 3000 μέλη. Στήν ἀγκαλιά πού μου χάρισε ἐκεῖνος, χωρᾶμε πολλοί!
Πηγή: Ἁγιορείτικο
Βῆμα