Τό ἐρώτημα ἄν «ὁ Χριστιανισμός σάν κοινωνικό πιστεύω, εἶναι
συντηρητικός ἤ ἐπαναστατικός» μέ κάνει νά διερωτηθῶ ἄν, καί τί νόημα
μποροῦν νά ἔχουν ὡς πρός τό Χριστιανισμό οἱ ὄροι «κοινωνικό πιστεύω»,
«συντηρητικός», «ἐπαναστατικός».
Οἱ ὄροι αὐτοί ἔχουν τό συγκεκριμένο, ἅς ποῦμε νόημά
τους, ὅταν ἐκφράζουν τήν κοινωνική πορεία τοῦ ἀνθρώπου μέσα στή διαδρομή τῆς ἱστορίας
του.
Εἶναι ἱστορία, γιατί ἔχει τά ἱστορικά του γεγονότα, ἐκεῖνα
τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπό τή μιά, τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό
τήν ἄλλη. Ἀλλά τήν ἴδια ὥρα εἶναι καί ἔξω ἀπό τήν ἱστορία, στήν οὐσία του,
διότι εἶναι ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, αἰώνια καί ἀπόλυτη, πού θέλει νά ἐξασφαλίσει
στόν ἄνθρωπο τή σωτηρία του, νά τοῦ δείξει τό δρόμο νά κερδίσει τήν ἀθανασία τοῦ
βρίσκοντας τόν ἀληθινό σύνδεσμό του μέ τόν Ὄντα, μέ τόν Θεό.
Ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ὁ Χριστιανισμός, δοσμένη ὁλόκληρη
εὐθύς ἀπό τήν ἀρχή. Περιμένει ὅμως, ἔχει τήν ὑπομονή νά περιμένει τήν
πραγμάτωσή της ἀπό τήν κάθε ἐποχή, τό κάθε ἄτομο. Ἄλλη, ἐντελῶς ἄλλη λοιπόν ἡ
προοπτική καί ἡ σκοπιά ἀπό τήν ὁποία θά κριθεῖ ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό ἐκείνη
πού χρησιμοποιεῖ ἡ Κοινωνιολογία. Ἡ τελευταία, θέλει δέ θέλει, διέπεται ἀπό
κάποια θεωρία ἐξελίξεως: ἄπιαστη ἡ θεωρία της, ἐμπειρική στήν οὐσία της ἡ
πορεία της.
Ὁ Χριστιανισμός στηρίζεται σέ ἀμετακίνητη θέση, τήν ἀποκάλυψη,
καί καλεῖ τούς ἀνθρώπους ὅλων των αἰώνων νά τήν πραγματώνουν, παρέχοντάς τους ἀπόλυτα
κριτήρια γιά νά μετρήσουν καί ἀποτιμήσουν τήν πορεία τους. Ἡ Κοινωνιολογία, μέ
βάση τό νέο πού παρουσιάζεται κάθε φορᾶ, μέ βάση τήν ἀπόσταση πού χωρίζει μιά
κοινωνική μορφή ἀπό μιά ἄλλη, συνάγει τά συμπεράσματά της. Ὁ Χριστιανισμός
κρίνει κάθε ἐποχή, κάθε ἄτομο ἀπό τό ὕψος στό ὁποῖο ἔφθασε κατά τήν ἀνοδική του
πορεία πρός διείσδυση, κατανόηση καί πραγμάτωση στή ζωή τοῦ τῆς ἀμετακίνητης, τῆς
δοσμένης ἀλήθειας.
Πρέπει λοιπόν πρός αὐτή τήν ἀλήθεια νά στραφοῦμε γιά νά
δοῦμε, ἄν ἔχει καί ποιά εἶναι ἡ ἀξία της γιά τήν κοινωνική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅτι εἶναι ἄκρως
ἐπαναστατική -μέ τό δικό της βέβαια νόημα- ποιός μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει; Ἀποκάλυψε,
πρώτη αὐτή, στόν ἄνθρωπο, μέ ὅση καθαρότητα μπορεῖ νά τήν κατανοήσει, τή
μεταφυσική του οὐσία, «τό θεῖον ὁ ἐν αὐτῶ, ἔχει»· τοῦ ἄνοιξε πρώτη τους δρόμους
τοῦ οὐρανοῦ· τόν κάλεσε στό δύσκολο,—τά δύσκολα ζητά ἀπό τόν ἀνθρωπο—, ἀγώνα,
νά ἀνακαλύψει καί νά πραγματώσει τήν ἀνώτερή του αὐτή φύση καί ἔτσι νά σωθεῖ.
Δέν εἶναι ἡ Χριστιανική ἐπανάσταση ἀγώνας πρός ἐξωτερικές ἀντιμαχόμενες
δυνάμεις, ἀλλά ἀγώνας πρός ἐσωτερικά τείχη πού πρέπει νά κυριευθοῦν καί νά
πέσουν, γιά νά μπορέσει νά προβάλει ὁ ἄνθρωπος ὅλο καί καθαρότερος καί νά ἀκολουθήσει
τήν ἀνηφορική του πορεία.
Μέ τήν πορεία αὐτή τό ἄτομο ὁλοκληρώνεται καί ἐξανθρωπίζεται.
Γιατί ἐνῶ διεξάγει τόν δικό του καλόν ἀγώνα,—εἶναι ὁ ἀθλητής τῆς ἀλήθειας—,
βλέπει σέ κάθε ἄλλον, ἕναν ἀδελφό του, ἕνα «πλησίον» του, ἕνα τέκνο τοῦ Θεοῦ, ὅπως
εἶναι καί ὁ ἴδιος. Καί τά βλέπει ὅλα αὐτά γιατί ἀνηφορίζοντας πρός τό Θεό, ἀπολυτρώνεται
ἀπό τήν τυραννία καί τήν αἰχμαλωσία στήν ὁποία σφιχτά τόν κρατοῦσε τό ἐγωκεντρικό
του ἐγώ. Ξεπέρασε αὐτό τό ἐγώ καί τώρα πού βρῆκε τό σύνδεσμο πού τόν δένει μέ
τό Θεό μπορεῖ καί ζεῖ τήν ἐλευθερία στόν ὑψηλότερό της βαθμό· ἐκείνη τήν ἐλευθερία
πού τήν ἔχει διαποτίσει ἡ ἀγάπη καί τοῦ δείχνει καί τόν ἑαυτό του στήν ὑψηλότερη
οὐσία του ὡς τέκνο Θεοῦ καί τόν ἄλλον, «πάντα ἄλλον», ὡς ἀδελφό καί πλησίον. Ὕστερα
ἀπό αὐτά —πού δέν εἶναι τά μόνα, εἶναι ὅμως ἀρκετά— δέν εἶναι δύσκολο νά δοῦμε
τό Χριστιανισμό ὡς ἀνεξάντλητη πηγή καί ἄσβεστη ἑστία φωτός γιά τήν σωστή καί
πλήρη πραγμάτωση τῆς κοινωνικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἅς κάνει τόν κόπο νά ἀναρωτηθεῖ, ἄν εἶναι
δυνατό νά πάρει ἡ κοινωνική ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ζωή τοῦ γενικά, τό πλῆρες νόημα
καί τό φῶς της, χωρίς μεταφυσικές προϋποθέσεις, ὅπως αὐτές πού προσφέρει ἡ
Χριστιανική διδασκαλία.
Πηγή: Β. Ν. Τατάκη, «Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου», ἔκδ. Τῶν
φίλων, σ. 34-37, Ἀέναη ἐπΑνάσταση