Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς
(Λουκ. στ’ 31-36)
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν παντοτινή ἐπίγνωση τῆς
φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ πρός αὐτούς, θά εἶναι φιλάνθρωποι κι ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον.
Δέν ὑπάρχει τίποτ’ ἄλλο πού νά κάνει τούς ἀνθρώπους ἄσπλαχνους πρός τούς ἄλλους,
ὅσο ἡ πεποίθηση πώς κανένας δέ θέλει νά δώσει καί στούς ἴδιους. Κανένας; Καί ποῦ
εἶναι ὁ Θεός τότε; Δέ μᾶς ἀποζημιώνει κάθε μέρα καί κάθε νύχτα ὁ Θεός μέ τήν εὐσπλαχνία
Του, σέ ἀντίθεση μ’ ἐμᾶς ποῦ εἴμαστε ἄσπλαχνοι; Δέν εἶναι πιό σπουδαῖο γιά μᾶς
νά μᾶς εὐεργετήσει ὁ Βασιλιάς στήν αὐλή Του μέ τήν εὐσπλαχνία Του, ἀντί νά μᾶς
εὐεργετοῦν οἱ δοῦλοι Του; Τί μᾶς ὠφελεῖ ἄν μᾶς εὐεργετοῦν ὅλοι οἱ δοῦλοι Του, ἀλλά
ὁ Βασιλιάς εἶναι συγκρατημένος ἀπέναντί μας;
Ἐκεῖνος πού κατανοεῖ πώς ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἐνεργητική ἀρετή
κι ὄχι παθητική, κι ἀρχίσει νά τήν ἐφαρμόζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο, σύντομα θά
διαπιστώσει πώς ὁ οὐρανός κι ἡ γῆ ἀποκαλύπτονται μπροστά του μέ νέα χρώματα.
Σύντομα θά κατανοήσει τόσο τοῦ Θεοῦ τή φιλανθρωπία ὅσο καί τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ φιλανθρωπία εἶναι ὅπως ἡ θραύση πέτρας μέ πέτρα, πού
πάντα παράγει σπινθήρα. Αὐτός πού παράγει τό σπινθήρα αὐτόν κι ὁ ἄλλος πού τόν
δέχεται, νιώθουν κι οἱ δυό τους τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τή στιγμή ἐκείνη νιώθουν
τό χέρι τοῦ Θεοῦ νά θωπεύει τίς καρδιές τους. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος: «Μακάριοι
οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ἐ’ 7).
Ἡ εὐσπλαχνία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή συμπόνια, πού οἱ ἰνδουιστές
θεωροῦν ὡς τή μεγαλύτερη ἀρετή. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά νιώσει συμπόνια γιά ἕναν ἐπαίτη,
ἀλλά καί νά τόν προσπεράσει. Ὁ φιλάνθρωπος ὅμως θά νιώσει συμπάθεια γιά τόν ἐπαίτη
καί θά τόν βοηθήσει. Τό νά δείξεις φιλανθρωπία στόν ἐπαίτη δέν εἶναι οὔτε τό
πιό δύσκολο οὔτε τό ἀνώτερο πράγμα στό Νόμο τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλο πράγμα εἶναι νά
δείξεις ἀγάπη στούς ἐχθρούς σου. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή συχώρεση τῶν
προσβολῶν. Ἡ συχώρεση τῶν προσβολῶν εἶναι τό πρῶτο μισό του δρόμου πρός τό Θεό.
Ἡ τέλεση ἔργων ἀγάπης εἶναι τό δεύτερο μισό.
Εἶναι ἀπαραίτητο νά τό ποῦμε πῶς ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπό
τήν κοσμική δικαιοσύνη; Ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἀγάπη, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἦταν θύματα
τῆς κοσμικῆς νομικῆς δικαιοσύνης. Χωρίς ἀγάπη ὁ νόμος δέν μπορεῖ νά
περιφρουρήσει αὐτό πού ἤδη ὑπάρχει. Ἡ ἀγάπη ὅμως δημιουργεῖ καινούργια καί
μεγάλα ἔργα στόν κόσμο. Ὁλόκληρο τόν κόσμο τόν δημιούργησε ἡ ἀγάπη. Γι’ αὐτό
καί εἶναι καλλίτερο στούς ἀνθρώπους ν’ ἀσκοῦνται ἀπό τή παιδική τους ἡλικία στή
γνώση τῆς γλυκύτητας πού προσφέρει ἡ ἀγάπη κι ἡ φιλανθρωπία, παρά νά μάθουν τή
σκληρότητα τοῦ νόμου. Τό νόμο τόν μαθαίνει κανείς ὁποτεδήποτε. Ὅταν ὅμως ἡ
καρδιά σκληρυνθεῖ, εἶναι δύσκολο νά ξαναγυρίσει καί νά γίνει σπλαχνική. Ὅταν οἱ
ἄνθρωποι εἶναι ἐλεήμονες δέ θ’ ἁμαρτήσουν ἐνάντια στό νόμο. Ὅταν ὅμως τηροῦν τό
νόμο ἀλλά τούς λείπει ἡ φιλανθρωπία, διακινδυνεύουν νά χάσουν τό στεφάνι τῆς
δόξας πού ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στούς φιλάνθρωπους.
***
Τό σημερινό εὐαγγέλιο μιλάει γιά τήν ὕψιστη μορφή ἀγάπης:
τήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔδωσε τήν ἐντολή - ὄχι συμβουλή ἀλλά
ἐντολή — ν’ ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας. Ἡ ἐντολή Τοῦ αὐτή δέν εἶναι περιστασιακή
καί σποραδική, ὅπως εἶχε γίνει πρίν ἀπό τήν ἔλευσή Του σέ κάποιες σπάνιες
περιπτώσεις. Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης γιά τούς ἐχθρούς μας τοποθετεῖται στήν ὕψιστη
θέση στό εὐαγγέλιο.
Εἶπε ὁ Κύριος: «Καί καθώς θέλετε ἴνα ποιῶσιν ὑμίν οἱ ἄνθρωποι,
καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. στ' 31). Αὐτά εἶναι τά λόγια τοῦ
σημερινοῦ εὐαγγελίου πού μᾶς εἰσάγουν στήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς μας. Ἄν δέ
θέλετε νά γίνουν ἐχθροί σας οἱ ἄνθρωποι, πρώτ’ ἄπ’ ὅλα φροντίστε νά μή γίνετε ἐσεῖς
ἐχθροί τους. Ἄν εἶναι ἀλήθεια πώς κάθε ἄνθρωπος σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἔχει ἐχθρούς,
αὐτό σημαίνει πώς εἶσαι ἐχθρός κάποιου. Πῶς τότε ἀπαιτεῖς ἀπό ἕναν ἄνθρωπο νά
γίνει φίλος σου, ἀφοῦ εἶσαι ἐχθρός του; Πρῶτα λοιπόν ξερίζωσε τήν ἔχθρα ἀπό τήν
καρδιά σου κι ὑστέρα νά μετρήσεις τούς ἐχθρούς σου στόν κόσμο. Στό μέτρο πού θά
ξεριζώσεις ἀπό τήν καρδιά σου τήν πονηρή αὐτή ρίζα κι ἀποκόψεις ὅλα τα κλαδάκια
πού πετοῦν ἀπ’ αὐτήν, θά βρεῖς καί λιγότερους ἐχθρούς νά μετρήσεις. Ἄν μετά
θελήσεις νά γίνουν φίλοι σου οἱ ἄνθρωποι, πρέπει ἐσύ πρῶτα νά πάψεις νά εἶσαι ἐχθρός
τους καί νά γίνεις φίλος τους. Ὅσο γίνεσαι φίλος μέ τούς ἄλλους, τόσο ὁ ἀριθμός
τῶν ἐχθρῶν σου θά μειώνεται καί στό τέλος θά μηδενιστεῖ.
Αὐτό ὅμως δέν εἶναι τό κύριο θέμα. Τό κύριο θέμα εἶναι
πώς σ’ αὐτήν τήν περίπτωση θά ἔχεις φίλο σου τό Θεό. Εἶναι πολύ πιό σπουδαῖο
γιά τή σωτηρία σου νά μήν εἶσαι ἐχθρός κανενός, νά μήν ἔχεις καθόλου ἐχθρούς. Ἄν
εἶσαι ἐχθρός ἄλλων, τόσο ἐσύ ὅσο κι οἱ ἄλλοι εἶστε ἐμπόδια στή σωτηρία σου. Ὅταν
εἶσαι φίλος μέ τούς ἄλλους, τότε οἱ ἐχθροί σου, ἔστω καί ἀσυνείδητα, βοηθοῦν
στή σωτηρία σου. Ἅς σκεφτόταν ἀλήθεια κάθε ἄνθρωπος τόν ἀριθμό τῶν ἀνθρώπων
τούς ὁποίους ἐχθρεύεται ὁ ἴδιος, κι ὄχι ἐκείνους πού εἶναι ἐχθροί του. Τότε τό
σκοτεινό πρόσωπο αὐτοῦ του κόσμου θά ἄστραφτε μέσα σέ μιά μέρα σάν τόν ἥλιο.
Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πώς πρέπει νά κάνουμε στούς ἄλλους αὐτό
πού ζητᾶμε κι ἐμεῖς ἀπ’ αὐτούς εἶναι τόσο φυσική καί τόσο σαφής καί καλή, πού εἶναι
νά θαυμάζει καί ν’ ἀπορεῖ κανείς πώς δέν ἔχει γίνει ἀπό παλιά μιά καθημερινή
συνήθεια στούς ἀνθρώπους. Κανένας ἄνθρωπος δέ θέλει νά τόν βλάψουν οἱ ἄλλοι. Ἑπομένως
ἅς μή βλάψει κι αὐτός τούς ἄλλους. Κάθε ἄνθρωπος θέλει νά τοῦ φέρονται καλά. Ἑπομένως
ἅς φέρεται κι αὐτός καλά στούς ἄλλους. Κάθε ἄνθρωπος θέλει νά τοῦ συχωροῦν τίς ἁμαρτίες
του. Ἅς συγχωρεῖ κι αὐτός τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Κάθε ἄνθρωπος θέλει νά
συμπάσχουν οἱ ἄλλοι στίς λύπες του καί νά χαίρονται στή χαρά του. Ἅς συμπάσχει
κι αὐτός μέ τίς λύπες τῶν ἄλλων κι ἅς χαίρεται μέ τίς χαρές τους. Κάθε ἄνθρωπος
θέλει ν’ ἀκούει καλά λόγια ἀπό τούς ἄλλους. Θέλει νά τόν τιμοῦν, νά τόν ταΐζουν
ὅταν πεινάει, νά τόν ἐπισκέπτονται ὅταν εἶναι ἄρρωστος καί νά τόν προστατεύουν ὅταν
τόν κυνηγοῦν. Ἅς κάνει κι αὐτός τά ἴδια στούς ἄλλους.
Αὐτό ἰσχύει τόσο γιά τούς ἀνθρώπους ἀτομικά, ὅσο καί γιά ὁμάδες
ἀνθρώπων, γειτονικές φυλές, ἔθνη καί κράτη. Ἄν τήν ἐντολή αὐτή τήν υἱοθετοῦσαν
σάν κανόνα ὅλες οἱ τάξεις, τά ἔθνη καί τά κράτη, θά ἔπαυε ἀμέσως κάθε κακία καί
σύγκρουση ἀνάμεσά τους, θά ἐξαλειφόταν κάθε ἔχθρα καί πόλεμος. Αὐτό εἶναι τό
φάρμακο γιά κάθε παρόμοια ἀρρώστια, δέν ὑπάρχει κανένα ἄλλο.
Καί συνεχίζει ὁ Κύριος: «Καί εἰ ἀγαπᾶτε τούς ἀγαπώντας ὑμᾶς,
ποία ὑμίν χάρις ἐστι; καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί τους ἀγαπώντας αὐτούς ἀγαπῶσι. καί ἐάν
ἀγαθοποιῆτε τούς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμίν χάρις ἐστι; καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί
το αὐτό ποιούσι. καί ἐάν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμίν χάρις ἐστι;
καί γάρ ἁμαρτωλοί ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἴνα ἀπολάβωσι τά ἴσα» (Λουκ. στ’
32-34). Αὐτό πάει νά πεῖ: Ἄν περιμένετε ἀπό τούς ἄλλους νά σᾶς κάνουν καλό καί
τήν καλοσύνη αὐτή νά τήν ἀνταμείψετε καί σεῖς μέ καλό, δέν κάνετε κάτι ἐπαινετό.
Περιμένει ὁ Θεός ἀνταμοιβή γιά τή θερμότητα τοῦ ἡλίου, γιά νά δώσει ἐντολή στόν
ἥλιο νά λάμψει; Ἤ μήπως ἐνεργεῖ ἀπό εὐσπλαχνία κι ἀγάπη; Τό ξαναλέμε πώς ἡ εὐσπλαχνία
εἶναι ἐνεργητική ἀρετή, ὄχι παθητική. Αὐτό τό ἔκανε σαφές ὁ Θεός ἀπό τότε πού
δημιούργησε τόν κόσμο. Μέρα μέ τή μέρα ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου ὁ Κύριος μοίραζε
ἁπλόχερά τα πλούσια τα δῶρα Τοῦ σ’ ὅλα τα πλάσματά Του. Ἄν περίμενε πρῶτα ἀπό
τά πλάσματά Του νά τοῦ ἀνταποδώσουν κάτι, οὔτε ὁ κόσμος οὔτε ἕνα μοναδικό
πλάσμα δέ θά ὑπῆρχε σ’ αὐτόν. Ἄν ἀγαπᾶμε μόνο αὐτούς πού μᾶς ἀγαπᾶνε, εἴμαστε ἔμποροι
καί κάνουμε ἀνταλλαγές. Ἄν κάνουμε τό καλό μόνο στούς εὐεργέτες μας, εἴμαστε ὀφειλέτες
καί ἐπιστρέφουμε τό χρέος μας. Ἡ εὐσπλαχνία δέν εἶναι κάποια ἀρετή πού ἁπλά ἀποπληρώνει
τίς ὀφειλές της, ἀλλά πού πάντα δανείζει. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀρετή πού δανείζει
συνέχεια χωρίς νά ἐλπίζει σέ ἐπιστροφή τῆς ὀφειλῆς. Ἄν δανείζουμε ἐκείνους ποῦ ἐλπίζουμε
πῶς θά μᾶς τά ἐπιστρέψουν, ποῖα ἠμίν χάρις ἐστι; Τί καλό κάνουμε; Μεταφέρουμε
τά χρήματά μας ἀπό μιά κάσα σέ μίαν ἄλλη, ἀφοῦ αὐτό πού δανείζουμε τό θεωροῦμε
δικό μας, ὅπως κι ὅταν ἦταν στά δικά μας χέρια.
Θά ἦταν παραφροσύνη νά σκεφτοῦμε πώς μέ τά παραπάνω λόγια
ὁ Θεός μᾶς διδάσκει νά μήν ἀγαπᾶμε ἐκείνους πού μᾶς ἀγαπᾶνε, νά μήν κάνουμε τό
καλό σ’ αὐτούς πού μᾶς εὐεργετοῦν. Θεός φυλάξοι! Αὐτό πού θέλει νά πεῖ, εἶναι
πώς αὐτή εἶναι μιά κατώτερη ἀρετή, πού μποροῦν νά τήν ἀσκήσουν ἀκόμα κι οἱ ἁμαρτωλοί.
Εἶναι τό ἐλάχιστο μέτρο τοῦ καλοῦ, πού φτωχαίνει τόν κόσμο αὐτόν καί περιορίζει
τούς ἀνθρώπους, τούς κάνει στενόμυαλους. Ὁ Θεός θέλει ν’ ἀναβιβάσει τόν ἄνθρωπο
στά ἀνώτερα ὕψη τῶν ἀρετῶν, ἀπ’ ὅπου θεωρεῖ κανείς ὅλα τ’ ἀγαθά του Θεοῦ, ὅλους
τους κόσμους Του, ἐκεῖ πού ἡ τρομοκρατημένη καί περιορισμένη καρδιά τοῦ δούλου
γίνεται ἀπεριόριστη κι ἐλεύθερη καρδιά τοῦ υἱοῦ καί κληρονόμου. Ἡ ἀγάπη πρός αὐτούς
πού μᾶς ἀγαπᾶνε εἶναι μόνο το πρῶτο μάθημα στό ἀπέραντο βασίλειο τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀνταπόδοση
τοῦ καλοῦ σ’ αὐτούς πού μᾶς ἀγαπᾶνε, εἶναι μόνο το στοιχειῶδες σχολεῖο, μπροστά
στή μακρά σειρά σπουδῶν στά καλά ἔργα. Ὁ δανεισμός σ’ ἐκείνους πού θά
ξεπληρώσουν τό χρέος τους δέν εἶναι οὔτε καλό οὔτε κακό. Εἶναι μόνο το πρῶτο
δειλό βῆμα πρός τό μέγιστο καλό, πού δίνει χωρίς νά περιμένει ἐπιστροφή.
Ποιοί εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ ἐδῶ ἀποκαλεῖ ἁμαρτωλούς ὁ Θεός;
Πρῶτα εἶναι οἱ εἰδωλολάτρες, στούς ὁποίους δέν ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἡ πληρότητα τοῦ
μυστηρίου τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἁμαρτωλοί ἐπειδή ἀποστράφηκαν
τήν πρωταρχική ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη Του. Ἐπειδή στή θέση τοῦ Θεοῦ ἔχουν
προσλάβει ὡς νομοθέτη αὐτόν τόν κόσμο, πού τούς διδάσκει πώς πρέπει ν’ ἀνταποδίδουν
ἀγάπη μόνο σ’ αὐτούς πού τούς ἀγαπᾶνε, νά εὐεργετοῦν μόνο ἐκείνους ἀπό τούς ὁποίους
δέχονται τό καλό. Τό μέγα μυστήριο τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται
μέσω τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τώρα μάλιστα μέ πολύ μεγαλύτερη ἐνάργεια καί
λαμπρότητα ἀπ’ ὅτι στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας. Ἀρχικά ἀποκαλύφθηκε μέσω τοῦ Ἰουδαϊκοῦ
λαοῦ. Ἀπ’ αὐτούς, ἄν κι ὄχι μόνο γι’ αὐτούς, ἀλλά γιά ὅλους τους λαούς τῆς γῆς.
Ὅπως ὁ Θεός προετοίμασε τούς Ἰουδαίους χιλιάδες χρόνια γιά
νά κατανοήσουν καί νά δεχτοῦν τήν πλήρη ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου, μέ τό Νόμο καί
τούς προφῆτες Του, ἔτσι κι ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τή λέξη «ἁμαρτωλοί» γιά ἄλλους
λαούς, πού ἔχουν βυθιστεῖ στήν εἰδωλολατρεία. Μέ τήν λέξη «ἁμαρτωλοί» ὅμως καί
μάλιστα μεγαλύτεροι ἁμαρτωλοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἐννοεῖ κι ὅλους ἐκείνους
στούς ὁποίους ἀποκαλύφθηκε τό μέγα μυστήριο τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἀγάπης ἀλλά
δέν ἔμειναν πιστοί σ’ αὐτό, παρά ξαναγύρισαν στό κατώτερο ἐπίπεδό του ἀγαθοῦ, «ὥσπερ
κύων ἐπιστρέψας ἐπί τό ἴδιον ἐξέραμα» (Β' Πέτρ. β' 22). Κι ὑπάρχουν πολλοί
τέτοιοι ἀνάμεσά μας, χριστιανοί κατ’ ὄνομα, πού μέ τά ἔργα τούς φανερώνονται οἱ
πιό πρωτόγονοι εἰδωλολάτρες.
Τί ὄφελος ἔχουμε ἄν ἀγαπᾶμε αὐτούς πού μᾶς ἀγαποῦν καί
κάνουμε τό καλό σ’ ἐκείνους ποῦ μᾶς εὐεργετοῦν; Δέν ἐπιστρέφουμε στή θέση τοῦ αὐτό
ποῦ λάβαμε; Τήν ἀνταπόδοσή μας τήν λάβαμε. Ἔπαινος ἀξίζει στά ἔργα πού, σέ
μικρή κλίμακα, μοιάζουν στά ἔργα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
«Πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν καί ἀγαθοποιεῖτε καί
δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες, καί ἔσται ὁ μισθός ὑμῶν πολύς, καί ἔσεσθε υἱοί ὑψίστου,
ὅτι αὐτός χρηστός ἐστιν ἐπί τούς ἀχαρίστους καί πονηρούς, γίνεσθε οὔν οἰκτίρμονες,
καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. στ' 35-36). Αὐτά εἶναι τά ὕψη στά
ὁποῖα θέλει ὁ Θεός νά ἐξυψώσει τούς ἀνθρώπους. Αὐτή ἦταν μιά διδαχή ἀνήκουστη
πρίν ἀπό τήν ἔλευσή Του. Αὐτό εἶναι τό ὕψος τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, πού οὔτε κι
ὁ μεγαλύτερος σοφός στήν ἱστορία τοῦ κόσμου δέν εἶχε ὀνειρευτεῖ ὡς τότε. Κι αὐτή
εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, πού ἀλλοιώνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου
καί τήν μετατρέπει σέ ποταμό δακρύων.
Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν. Δέ λέει «μήν ἀνταποδίδετε κακό
στό κακό». Αὐτό δέν εἶναι σπουδαῖο πράγμα. Αὐτό εἶναι ἁπλά ἀνοχή. Οὔτε καί λέει
«ἀγαπᾶτε ἐκείνους πού σᾶς ἀγαποῦν».
Αὐτή εἶναι μόνο παθητική ἀγάπη. Ὁ Χριστός λέει ἀγαπᾶτε
τούς ἐχθρούς ὑμῶν. Ὄχι ἁπλά νά τούς ἀνέχεστε, ὄχι νά εἶστε παθητικοί, ἀλλά νά
τούς ἀγαπᾶτε. Τό ξαναλέμε καί πάλι, πώς ἡ ἀγάπη εἶναι ἐνεργητική ἀρετή.
Ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς δέν εἶναι ἀφύσικη; Ἡ ἀντίρρηση αὐτή
προβάλλεται πολύ ἔντονα ἀπό τούς μή χριστιανούς. Δέ βλέπουμε πῶς πουθενά στή
φύση δέν ὑπάρχει παράδειγμα ἀγάπης γιά τούς ἐχθρούς, παρά μόνο ἀγάπης γιά τούς
φίλους; Αὐτή εἶναι λοιπόν αἰτία ἀμφισβήτησης. Τί ἔχουμε ν’ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό;
Πρώτ’ ἄπ’ ὅλα ἡ πίστη μᾶς ἀναγνωρίζει δύο φύσεις: μία ἄφθαρτη,
φωτεινή καί ἄτρεπτη στό κακό ἀπό τήν ἁμαρτία, σάν κι αὐτήν πού εἶχε ὁ Ἀδάμ στόν
παράδεισο· κι ἄλλη μιά διεστραμμένη, σκοτεινή κι ἐπιρρεπῆ στό κακό καί τήν ἁμαρτία,
σάν κι αὐτήν πού ἀντιμετωπίζουμε διαρκῶς σ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Στόν κύκλο τῆς πρώτης φύσης, ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς εἶναι
ἀπόλυτα φυσική. Στή φύση αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι σάν τόν ἀέρα πού ἀνασαίνουν ὅλα τα
πλάσματα καί ζοῦν. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή φύση πού δημιούργησε ὁ Θεός. Ἀπ’ αὐτήν ἡ
θεϊκή ἀγάπη λάμπει στή φύση μᾶς ὅπως οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου μέσα ἀπό τά σύννεφα. Ὁτιδήποτε
στή γῆ ἔχει ἀληθινή ἀγάπη, προέρχεται ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή.
Στόν κύκλο τῆς δεύτερης, τῆς ἐπίγειας φύσης, ἡ ἀγάπη γιά
τούς ἐχθρούς εἶναι σπάνια καί θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ἀφύσικη. Δέν εἶναι
πραγματικά ἀφύσικη. Σέ σχέση μέ τήν ἐπίγεια φύση μᾶς εἶναι στήν οὐσία ὑπερφυσική
ἤ, καλύτερα, πρό-φυσική, καθώς ἡ ἀγάπη φτάνει στήν ἁμαρτωλή φύση μας ἀπό τήν
πρωταρχική, ἀναμάρτητη κι ἀθάνατη φύση πού προϋπῆρχε τῆς δικῆς μας.
Ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς εἶναι τόσο σπάνια ὥστε θά μποροῦσε
νά κληθεῖ ἀφύσικη, λένε ἄλλοι ἀντιρρησίες. Ἄν τά πράγματα εἶναι ἔτσι, τότε καί
τό μαργαριτάρι εἶναι ἀφύσικο, ὅπως καί τό διαμάντι κι ὁ χρυσός. Αὐτά εἶναι ὅλα
σπάνια ἀντικείμενα. Ποιός ὅμως μπορεῖ νά τά ὀνομάσει ἀφύσικα; Ὅπως ὑπάρχουν
φυτά πού εὐδοκιμοῦν μόνο σέ μία περιοχή, ἔτσι γίνεται καί μέ τό σπάνιο αὐτό
φυτό, τή σπάνια αὐτή ἀγάπη. Φυτρώνει κι ἀναπτύσσεται μόνο στήν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ. Γιά νά πειστεῖ κάποιος ἀπό τά πολυάριθμα παραδείγματα τοῦ φυτοῦ αὐτοῦ
καί τοῦ κάλλους του, πρέπει νά διαβάσει τούς βίους τῶν ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, τῶν
πατέρων καί τῶν ὁμολογητῶν τῆς χριστιανικῆς πίστης, τῶν μαρτύρων τῆς μεγάλης ἀλήθειας
κι ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Μιά τρίτη ὁμάδα ἀντιρρησιῶν ἰσχυρίζεται πώς ἄν δέν εἶναι ἀδύνατη,
ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι τουλάχιστο ἐξαιρετικά δύσκολη. Εἶναι ἀλήθεια πώς δέν εἶναι εὔκολη,
κυρίως γιά ἐκεῖνον πού διδάσκεται τήν ἀγάπη μακριά ἀπό τό Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο ἐνισχύεται
καί τροφοδοτεῖται ἡ ἀγάπη αὐτή. Πῶς ὅμως δέν μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε αὐτούς ποῦ ἀγαπάει
ὁ Θεός; Ὁ Θεός δέν ἀγαπᾶ περισσότερο ἐμᾶς ἀπ’ ὅσο ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς μας καί
μάλιστα ὅταν εἴμαστε ἐχθροί ἄλλων. Ποιός ἀπό μᾶς μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ πῶς δέν ὑπάρχει
κανένας στόν κόσμο ποῦ νά τόν ἀποκαλεῖ ἐχθρό του; Ἄν ὁ ἥλιος τοῦ Θεοῦ ζέσταινε
κι ἡ βροχή ἔπεφτε μόνο σ’ ἐκείνους πού κανένας δέν τούς λογάριαζε ἐχθρούς του,
δύσκολα θά ‘φτᾶνε κάποια ἀκτίνα στή γῆ ἤ θά ‘πέφτε κάποια σταγόνα βροχῆς στό χῶμα.
Ὁ ἄνθρωπος φορτώνεται ἀπό μόνος του μεγάλο φορτίο ἔχθρας. Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ
φόβο στόν ἄνθρωπο. Κι ὁ φόβος αὐτός μέ τή σειρά τοῦ τόν κάνει νά ὑποπτεύεται ἐχθρούς
σ’ ὅλα τα πλάσματα γύρω του. Ὁ Θεός ὅμως εἶναι ἀναμάρτητος κι ἄφοβος κι ἑπομένως
δέν ὑποπτεύεται κανέναν, ἀλλά τούς ἀγαπᾶ ὅλους. Μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολύ ὥστε, ὅταν
μᾶς κυκλώνουν ἐχθροί χωρίς νά φταῖμε σέ τίποτα, πρέπει νά πιστεύουμε πώς αὐτό
γίνεται σέ γνώση Του καί γιά τό καλό μας.
Ἅς εἴμαστε δίκαιοι. Ἅς ὁμολογήσουμε πώς οἱ ἐχθροί μας μᾶς
βοηθοῦν πολύ στήν πνευματική μας πορεία. Ἄν δέν ὑπῆρχε ἔχθρα στούς ἀνθρώπους,
πάρα πολλοί ἀπό ἐκείνους πού εὐαρέστησαν στό Θεό δέ θά εἶχαν γίνει φίλοι Του. Ἀκόμα
κι ἡ ἔχθρα τοῦ σατανᾶ μπορεῖ νά βοηθήσει ἐκείνους πού εἶναι ζηλωτές τῶν ἱερῶν
πραγμάτων τοῦ Θεοῦ καί τῆς ψυχικῆς τους σωτηρίας. Ποιός ἦταν περισσότερο
ζηλωτής τῶν ἱερῶν του Θεοῦ πραγμάτων ἤ εἶχε μεγαλύτερη ἀγάπη γιά τό Χριστό ἀπό
τόν ἀπόστολο Παῦλο; Ὁ ἴδιος ἀπόστολος ὅμως λέει πώς ἐπέτρεψε ὁ Θεός στό διάβολο
νά τόν πειράξει, ὅταν τοῦ ἀποκαλύφθηκαν πολλά μυστήρια: «Καί τή ὑπερβολή τῶν ἀποκαλύψεων
ἴνα μή ὑπεραίρομαι, ἐδόθη μοί σκόλοψ τή σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἴνα μέ κολαφίζη ἴνα
μή ὑπεραίρομαι» (Β' Κορ. Ἰβ' 7).
Ὅταν ὁ διάβολος ὁ ἴδιος χωρίς νά τό θέλει βοηθάει τόν ἄνθρωπο,
πῶς δέν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά βοηθοῦν τό συνάνθρωπό τους, ποῦ εἶναι ὁπωσδήποτε
λιγότερο ἐχθρός ἀπό τούς δαίμονες; Θά τολμοῦσε νά πεῖ κανείς πώς οἱ φίλοι του ἀνθρώπου
ζημιώνουν περισσότερο τήν ψυχή του ἀπό τούς ἐχθρούς του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε
πώς «ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ» (Ματθ. ἰ’ 36). Ἐκεῖνοι πού ζοῦν
κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη μαζί μας, πού ἐνδιαφέρονται πολύ γιά τίς σωματικές ἀνάγκες
καί τίς ἀνέσεις μας, συχνά γίνονται ἐχθροί της σωτηρίας μας. Ἡ ἀγάπη κι ἡ
φροντίδα τους δέ στοχεύει στήν ψυχή ἀλλά στό σῶμα μας. Πόσοι γονεῖς δέν ἔχουν
κάνει ἀνυπολόγιστη ζημιά στίς ψυχές τῶν γιῶν τους κι ἀδέρφια στ’ ἀδέρφια τους,
καθώς καί σύζυγοι στούς συζύγους τους; Κι ὄλ’ αὐτά ἀπό ἀγάπη!
Ἡ πραγματικότητα αὐτή πού διαπιστώνεται καθημερινά εἶναι
μιά ἀκόμα αἰτία γιά νά μᾶς κάνει νά μή δοθοῦμε ὁλοκληρωτικά στήν ἀγάπη πρός
τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους μας, οὔτε καί νά μειώσουμε τήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς
μας. Εἶναι ἀνάγκη νά τό ξαναποῦμε, πῶς συχνά, πολύ συχνά, οἱ ἐχθροί μας εἶναι
στήν οὐσία πραγματικοί φίλοι; Οἱ τρόποι πού χρησιμοποιοῦν γιά νά μᾶς ἀναστατώσουν,
μᾶς βοηθοῦν. Οἱ τρόποι μέ τούς ὁποίους μᾶς ἀπορρίπτουν, ὑπηρετοῦν τή σωτηρία
μας. Οἱ τρόποι μέ τούς ὁποίους πιέζουν τήν ἐξωτερική, τή φυσική ζωή μας, μᾶς ὠθεῖ
ν’ ἀποσυρθοῦμε μέσα μας, στόν ἑαυτό μας, νά βροῦμε τήν ψυχή μας καί νά
ζητήσουμε ἀπό τό Θεό νά τούς σώσει. Οἱ ἐχθροί μας εἶναι πραγματικά ἐκεῖνοι πού
μᾶς σώζουν ἀπό τήν καταστροφή πού μᾶς ἑτοιμάζουν ἀθέλητα οἱ οἰκεῖοι μας, πού φροντίζουν
τό σῶμα μας σέ βάρος τῆς ψυχῆς μας καί χαλαρώνουν τό χαρακτήρα μας.
Ἀγαθοποιεῖτε καί δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες, λέει ὁ
Κύριος. Ἀγαθοποιεῖτε, κάνετε τό καλό σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους ἀδιάκριτα, εἴτε σᾶς
ἀγαποῦν εἴτε ὄχι. Ἀκολουθῆστε τό παράδειγμα τοῦ Θεοῦ πού τούς εὐεργετεῖ ὅλους,
εἴτε φανερά εἴτε κρυφά. Ἄν ἡ εὐεργεσία σας δέ θεραπεύει τό μίσος τοῦ ἐχθροῦ
σας, πολύ λιγότερο θά τό θεραπεύσει ἡ ἔχθρα σας. Γι’ αὐτό κάνετε τό καλό ἀκόμα
καί σέ κείνους πού οὔτε τό ζητοῦν οὔτε τό περιμένουν ἀπό σας. Δανείζετε ὅλους ἐκείνους
πού σᾶς ζητοῦν. Δανείζετε ὅμως σά νά δίνετε, σά νά ἐπιστρέφετε κάτι πού ἀνήκει
σέ ἄλλον, ὄχι κάτι δικό σας. Λέει ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Ἐλεήμων ἄνθρωπος
εἶναι ἐκεῖνος πού δίνει, χαρά στούς ἄλλους μ’ αὐτά πού ὁ ἴδιος ἔλαβε ἀπό τό
Θεό: ψωμί, φαγητό, ἐξουσία, ἕνα λόγο προσευχῆς· πού λογαριάζει τόν ἑαυτό τοῦ ὀφειλέτη,
ἀφοῦ ἔλαβε παραπάνω ἀπ’ ὅσα χρειάζεται. Μέσω τοῦ ἀδελφοῦ του εἶναι σᾶ νά τοῦ
ζητάει ὁ Θεός καί γίνεται ἔτσι ὀφειλέτης του».
Ἄν ὁ ἐχθρός δέ δεχτεῖ τήν εὐεργεσία σου, δέ σ’ ἐμποδίζει
μ’ αὐτό ἀπό τό νά συνεχίσεις νά τοῦ δίνεις. Ὁ Κύριος εἶπε, «προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν
ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. ἐ’ 44). Κᾶνε καί σύ λοιπόν
προσευχή γιά τούς ἐχθρούς σου, εὐεργέτησέ τους. Ἄν ὁ ἐχθρός σου δέ δεχτεῖ
κάποιο εἶδος καλοσύνης ἤ ἐξυπηρέτησης ἀπό μέρους σου, ὁ Θεός θά δεχτεῖ τήν
προσευχή πού θά κάνεις γι’ αὐτόν. Ὁ Θεός θά μαλακώσει τήν καρδιά του καί θ’ ἀλλάξει
τή διάθεσή του γιά σένα. Δέν εἶναι τόσο δύσκολο στό Θεό νά κάνει ἕναν ἐχθρό
φίλο, ὅσο φαίνεται στούς ἀνθρώπους. Αὐτό εἶναι ἴσως ἀδύνατο στούς ἀνθρώπους, μά
δυνατό στό Θεό. Ἐκεῖνος πού ξανακάνει τήν παγωμένη γῆ εὔφορη κοιλάδα, ὅπου ἀναπτύσσονται
πανέμορφα λουλούδια, μπορεῖ νά λιώσει καί τόν πάγο τῆς ἔχθρας τῆς ἀνθρώπινης
καρδιᾶς καί νά κάνει νά εὐδοκιμήσουν σ’ αὐτήν τά εὐωδιαστά λουλούδια τῆς
φιλίας.
Βέβαια, τό σπουδαιότερο πράγμα δέν εἶναι νά γυρίσει ὁ ἐχθρός
σου καί νά γίνει φίλος σου χάρη στήν καλοσύνη σου, ἀλλά νά μή χάσει τήν ψυχή τοῦ
λόγω τοῦ μίσους του γιά σένα. Περισσότερο πρέπει νά προσεύχεται κανείς γι’ αὐτό
τό τελευταῖο, παρά γιά τό πρῶτο. Γιά τή δική σου σωτηρία δέν παίζει κανένα ρόλο
ἄν σ’ αὐτή τή ζωή ἔχεις περισσότερους φίλους ἤ ἐχθρούς. Παίζει πολύ σπουδαῖο
ρόλο ὅμως τό νά μήν εἶσαι ἐχθρός κανενός, ἀλλά νά εἶσαι φίλος μέ ὅλους μέ τήν
καρδιά σου, μέ τίς προσευχές καί τίς σκέψεις σου.
Ἄν τό κάνεις αὐτό, ἡ ἀνταπόδοσή σου θά εἶναι μεγάλη. Ἀπό
ποιόν; Σέ κάποιο βαθμό ἴσως ἀπό τούς ἀνθρώπους, κυρίως ὅμως ἀπό τό Θεό. Τί εἴδους
ἀνταπόδοση θά ἔχεις; «Ἔσεσθε υἱοί τοῦ Ὑψίστου», θ’ ἀξιωθεῖτε ν’ ἀποκαλέσετε τό
Θεό «Πατέρα», «καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρύπτω, ἀποδώσει σοί ἐν τῷ φανερῶ»
(Ματθ. στ' 6). Ἄν δέ γίνει σήμερα αὐτό, θά γίνει αὔριο. Ἄν ὄχι αὔριο, τότε στό
τέλος τοῦ κόσμου, ἐνώπιον ἀγγέλων καί ἀνθρώπων. Ποιά μεγαλύτερη ἀνταπόδοση θά
μπορούσαμε νά περιμένουμε ἀπό τό νά κληθοῦμε παιδιά τοῦ Ὑψίστου, νά ὀνομάζουμε
τόν Ὕψιστο Πατέρα μας;
Προσέξτε. Ὁ ἕνας καί μοναδικός Υἱός τοῦ Ὑψίστου εἶναι ὁ
Κύριος Ἰησοῦς. Ἕως τώρα μόνο Αὐτός ὀνόμαζε τό Θεό Πατέρα Του. Καί τώρα τήν ἴδια
τιμή ὑποσχέθηκε ὁ Θεός σ’ ἐμᾶς, τούς ἁμαρτωλούς καί παραστρατημένους. Τί
σημαίνει ἡ τιμή αὐτή γιά μᾶς; Πῶς θά εἴμαστε μαζί Του στήν αἰωνιότητα (βλ. Ἰωάν.
Ἰδ' 3), κοντά στή δική Του δόξα, ὅπου βασιλεύει χαρά χωρίς τέλος. Σημαίνει πώς ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα θά εἶναι πάντα μαζί μας. Ἀκόμα κι ὅταν διερχόμαστε ὅλες
τίς δοκιμασίες καί τίς δυσκολίες σ’ αὐτή τή ζωή, ὅλα θ’ ἀντιστραφοῦν καί θά
καταλήξουν στό καλό μας. Σημαίνει πώς ὅταν πεθάνουμε δέ θά παραμείνουμε στόν
τάφο, ἀλλά θ’ ἀναστηθοῦμε, ὅπως Ἐκεῖνος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν. Σημαίνει πώς σ’ αὐτή
τή γῆ τοποθετηθήκαμε προσωρινά. Στό σπίτι τοῦ οὐράνιου Πατέρα μᾶς ὅμως μᾶς
περιμένει κάλλος ἀθάνατο, τιμή καί δόξα.
Θά μπορούσαμε ν’ ἀπαριθμήσουμε ὅλα τ’ ἀγαθά ποῦ
περιμένουν ἕναν ὀρφανό ἄν τόν υἱοθετήσει κάποιος ἐπίγειος βασιλιάς; Εἶναι ἀρκετό
νά ποῦμε πώς τό ὀρφανό αὐτό τό υἱοθέτησε ἕνας βασιλιάς κι ὅλοι θά καταλάβουν
πόσα ἀγαθά θ’ ἀπολαύσει τό ὀρφανό αὐτό. Ἡ δική μας υἱοθεσία δέν ἔγινε ἀπό ἀνθρώπους
ἀλλ’ ἀπό τό Θεό, ἀφοῦ θά γίνουμε υἱοί τοῦ Ὑψίστου, τοῦ Ὁποίου Υἱός εἶναι ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Θά γίνουμε υἱοί τοῦ ἀθάνατου Βασιλιά, τοῦ Βασιλιά τῶν
βασιλιάδων. Μᾶς υἱοθετεῖ ὁ Θεός ὄχι γιά χάρη μας, ἀλλά γιά χάρη τοῦ Μονογενοῦς
Του Υἱοῦ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος: «Πάντες γάρ υἱοί Θεοῦ ἐστε διά τῆς πίστεως ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ' 26). Ὁ Χριστός μᾶς ὑποδέχεται σάν ἀδελφούς Του. Ὁ Θεός
Πατέρας ἑπομένως μᾶς δέχεται σάν υἱούς Του.
Στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μᾶς ἀξίζει
νά λεγόμαστε «υἱοί τοῦ ζῶντος Θεοῦ». Εἶναι ἀστεῖο καί νά σκεφτοῦμε ἀκόμα πώς θά
μπορούσαμε μέ ὁποιοδήποτε ἔργο μας, ἀκόμα κι ἄν ἀσκούσαμε τή μεγαλύτερη ἀγάπη
γιά τόν ἐχθρό μας, ν’ ἀξίζαμε ν’ ἀνταμειφθοῦμε μέ αὐτό πού ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος Ἰησοῦς
στούς πιστούς δούλους Του. Ἄν δίναμε ὅλα τα ὑπάρχοντά μας στούς φτωχούς, ἄν
νηστεύαμε ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς μας κι ἄν στεκόμασταν στήν προσευχή σάν ἀναμμένες
λαμπάδες ὡς τό τέλος τοῦ χρόνου· ἄν χωρίζαμε πνευματικά το πνεῦμα ἀπό τό σῶμα
μας, σά νά ‘τᾶν ψυχρή πέτρα κι ἄν ἡ ψυχή μᾶς ἦταν ἀπαθής πρός τόν ὑλικό κόσμο· ἄν
ἀφήναμε τόν ἑαυτό μας νά τόν φτύνουν καί νά τόν ποδοπατοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἤ ἀκόμα
κι ἄν παραδινόμασταν τροφή στά πεινασμένα θηρία· ἀκόμα κι ἄν τά κάναμε ὄλ’ αὐτά,
δέ θά ἦταν παρά μιά ἀπειροελάχιστη τιμή γιά ὅλα τ’ ἀγαθά, τή δόξα καί τήν ἀνέκφραστη
εὐφροσύνη πού συνοδεύουν τήν υἱοθεσία τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει εὐσπλαχνία στή γῆ οὔτε
ἀγάπη στό θνητό ἄνθρωπο πού θά μποροῦσε νά τόν ἀξιώσει νά γίνει «υἱός Θεοῦ», ἀθάνατος
πολίτης τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὅμως ἀναπληρώνει αὐτό πού
δέν μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Ἅς μήν ἰσχυριστεῖ κανένας μας πώς μπορεῖ μέ τή
δική του ἀγάπη νά σωθεῖ, μέ τή δική του ἀξία ν’ ἀνοίξει τίς πύλες τοῦ
παραδείσου γιά νά μπεῖ μέσα.
Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης γιά τόν πλησίον ἑπομένως, ὅσο μεγάλη
καί δύσκολη κι ἄν μᾶς φαίνεται, εἶναι μόλις ἕνα μικρό νόμισμα πού ζητάει ὁ Θεός
ἀπό μᾶς γιά νά μᾶς φέρει πιό κοντά Του στήν ὑπέροχη καί πανένδοξη βασιλεία Του.
Δέ μᾶς ζητάει νά τηρήσουμε τήν ἐντολή αὐτή γιά νά κερδίσουμε μέ τήν ἀξία μᾶς τή
Βασιλεία καί τήν υἱοθεσία Του, ἀλλά μόνο νά ἐπιθυμήσουμε πάνω ἀπ’ ὅλα τή
Βασιλεία καί τήν υἱοθεσία Του. Ἀπό μᾶς ζητάει μόνο νά πιστεύουμε τά λόγια Του
καί νά ὑπακοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ.
Ἀπό ποιά ἄποψη ὁ Ἀδάμ ἦταν ἄξιος γιά τόν Παράδεισο; Ἀπό
καμία. Ὁ Παράδεισος τοῦ δόθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τί ἔκανε τόν Ἀδάμ νά
παραμείνει στόν Παράδεισο ὡς τήν πτώση του; Ἡ ὑπακοή του στό Θεό, μόνο ἡ ὑπακοή
του. Ὅταν ὅμως ὁ ἴδιος κι ἡ σύζυγός του ἄρχισαν ν’ ἀμφισβητοῦν τήν ἐντολή τοῦ
Θεοῦ, καί μόνο ἡ ἀμφισβήτηση αὐτή παραβίασε τήν ἐντολή κι ἔπεσε στή θανάσιμη ἁμαρτία
τῆς παρακοῆς.
***
Στή Νέα Κτίση ὁ Κύριος Ἰησοῦς ζητάει ἀπό μᾶς τό ἴδιο
πράγμα πού ζήτησε ἀπό τόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα στόν Παράδεισο: πίστη καί ὑπακοή.
Πίστη πώς κάθε ἐντολή πού μᾶς ἔδωσε, εἶναι γιά τή σωτηρία μας· ἀπροϋπόθετη ὑπακοή
σέ κάθε μία ἀπό τίς ἐντολές Του. Μᾶς ἔδωσε ὅλες τίς ἐντολές, μαζί κι αὐτήν γιά
ν’ ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας, γιά νά ‘χοῦμε πίστη στά λόγια Του καί ὑπακοή. Ἄν
κάποια ἀπό τίς ἐντολές Του δέν ἦταν καλή καί δέν ὑπηρετοῦσε τή σωτηρία μας, δέ
θά μᾶς τήν ἔδινε. Ἐκεῖνος ἤξερε πολύ καλύτερα ἄν ἡ ἐντολή αὐτή ἦταν φυσική ἤ ἀφύσικη,
δυνατή ἤ ἀδύνατη. Τό πιό σπουδαῖο πράγμα γιά μᾶς εἶναι πώς ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν
ἐντολή αὐτή κι ἐμεῖς, ἄν θέλουμε τό καλό μας, πρέπει νά τήν τηρήσουμε. Ὅπως ὁ ἄρρωστος
παίρνει τό φάρμακο ἀπό τό χέρι τοῦ γιατροῦ μέ πίστη καί κάνει ὑπακοή, εἴτε τό
φάρμακο εἶναι γλυκό εἴτε πικρό, ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀδύναμοι ἀπό τήν ἁμαρτία καί μέ
σκοτισμένο νοῦ, πρέπει νά τηροῦμε μέ πίστη κι ὑπακοή ὅλες τίς ἐντολές πού μᾶς ἔδωσε
ὁ καλός Ἰατρός τῶν ψυχῶν μας καί Κύριος της ζωῆς μας, Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ τοῦ ζῶντος.
Σ’ Ἐκεῖνον πρέπει δόξα καί αἶνος, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό
Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες
τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ἐ’ Ἁγίου
Νικολάου Βελιμίροβιτς», Ἐπιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Ἀθήνα 2013)
Πηγή: Ἡ Ἄλλη Ὄψιc