Κύριε, εἶμαι πολὺ κουρασμένος
βαδίζω ἀπὸ τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ - τὸ ξέρεις-
κι ὁ λόφος ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ σχολεῖο τους εἶναι πολὺ ψηλός
Κύριε, δὲν θέλω νὰ πάω ἄλλο στὸ σχολεῖο τους.
Κάνε ὅτι μπορεῖς νὰ μὴν πατήσω πιὰ ἐκεῖ
θέλω νὰ παίρνω ἀπὸ πίσω τὸν πατέρα στοὺς δροσεροὺς χειμάρρους
ὅταν ἡ νύχτα πλέει ἀκόμα μὲς στὸ μυστήριο τοῦ δάσους
ὅπου γλιστροῦν τὰ πνεύματα ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ κυνηγημένα.
Ἄσε τὸ μεσημέρι νὰ κοιμᾶμαι στῶν καρυδόδενδρων τὶς ρίζες
καὶ νὰ ξυπνάω ὅταν στὸ βάθος πέρα
στριγκλίζει τῶν λευκῶν ἡ σειρήνα καὶ τὸ ἐργοστάσιο
καθὼς καράβι ἀραγμένο σ᾿ ὠκεανὸ ζαχαροκάλαμου
ξερνᾶ μὲς στὶς πεδιάδες τὸ νέγρικο πλήρωμά του.
Θεέ μου, δὲν θέλω πιὰ νὰ πάω στὸ σχολεῖο τους,
κᾶνε κάτι νὰ μὴν πατήσω πιὰ ἐκεῖ
Ἄστους νὰ λένε πὼς ὁ κάθε μικρὸς νέγρος θὰ πρέπει νὰ πηγαίνει
νὰ γίνεται ἴδιος μ᾿ αὐτοὺς τοὺς κύριους τῆς πόλης
μ᾿ αὐτοὺς τοὺς καθὼς πρέπει κύριους τῆς πόλης
Ἐγὼ δὲν θέλω Κύριε νὰ μοιάσω σὰν κι αὐτούς...
Θέλω ν᾿ ἀκούω αὐτὰ ποὺ λέει μέσ᾿ τὴν νύχτα
Θαμπὴ φωνὴ ἑνὸς γέρου ποὺ διηγεῖται παλιὲς ἱστορίες
γὶ τὸν φτωχούλη τὸ λαγὸ καὶ γιὰ τὸν ζάμπα
γι᾿ αὐτὰ καὶ γιὰ ἄλλα ἀκόμη ποὺ δὲν γράφουν τὰ βιβλία.
Οἱ νέγροι θεέ μου -ξέρεις- δούλεψαν πολὺ
γιὰ νὰ πρέπει τώρα νὰ μάθουν περισσότερα ἀπὸ βιβλία
ποὺ λὲν γιὰ πράγματα ἄσχετα μὲ τὴν ἐδῶ ζωή μας.
Κι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια θέ μου τὸ σχολεῖο τους πληκτικὸ
Μιὰ σκέτη πλήξη, ὅπως
αὐτοὶ οἱ κύριοί της καθὼς πρέπει
ποὺ δὲν γνωρίζουν νὰ χορεύουν κάτω ἀπὸ τὸ ὁλόγιομο φεγγάρι
ποὺ δὲν γνωρίζουν νὰ βαδίζουν πάνω στὴν πέτσα τῶν ποδιῶν τους
ποὺ δὲν γνωρίζουν νὰ διηγοῦνται παραμύθια στὰ νυχτέρια
Κύριε, δὲν θέλω πιὰ νὰ πάω στὸ σχολεῖο τους
(Guy Tirolien, μτφ. Θ. Τασούλης)
Ἡ προσευχὴ τοῦ μικροῦ νέγρου εἶναι καὶ τοῦ μικροῦ λευκοῦ.
Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει χρῶμα μήτε φύλο
καὶ τὸ σχολεῖο παροπλίζει ἐξίσου τὴν κινητικότητά τους.