Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Πόθος Θεοῦ


Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πλασμένη νὰ ἀγαπάει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ φέρεται μὲ πάθος πρὸς αὐτὰ ποὺ τὴν ἑλκύουν: πρόσωπα, πράγματα, τέχνες, ἐπιστῆμες. Ὅμως ἡ πρώτη ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός του. Πρὸς Αὐτὸν πρωτίστως πρέπει νὰ στρέφεται ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀγάπη ὅλων μας, τοῦ καθενός μας.

Πρωτίστως ὀφείλουμε νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ εἰλικρινὰ καὶ γνήσια, διότι Ἐ­κεῖνος πρῶτος μᾶς προστάζει νὰ Τὸν ἀγαποῦμε. Πράγματι· ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἡ πρώτη τῶν ἐντολῶν τοῦ Δεκαλόγου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Κύριος μᾶς προστάζει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή» (Ματθ. κβ΄ [22] 37-38). Καὶ στὴν περίοδο τοῦ Νόμου καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη κατέχει τὴν κορυφὴ τῶν ἐντολῶν, τὴν κορωνίδα ὅλων τῶν θείων παραγγελμάτων· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πρέπει νὰ θεωρεῖται ἀπὸ ὅλους μας ὡς ἡ πρώτη μας φρον­τίδα, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἕνας Θεὸς ὕψιστος ταπεινώνεται τόσο καὶ συγκαταβαίνει νὰ προστάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ Tὸν ἀγαποῦν, σὰν νὰ εἶχε ἀνάγκη τῆς ἀγάπης τους.

Ὀφείλουμε ἀκόμη νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεό, γιατὶ εἶναι ὁ μόνος ἄξιος νὰ ἀ­γα­πᾶται, ἀφοῦ ὁ Θεός, ὅπως διδάσκει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι ἕνα πλήρωμα ὅλων τῶν προνομίων, ὅλων τῶν τελειοτήτων, ὅλων τῶν προτερημάτων καὶ ὅλων τῶν ἀγαθῶν, πλήρωμα δη­λαδὴ ὡραιότητος, σοφίας, δυνάμεως, ἁγιότητος, μεγαλειότητος, ἀγαθότητος, ζω­ῆς, εἰρήνης, ἀληθείας, βασιλείας, δικαιοσύνης, σωτηρίας.

Καὶ ἐπιπροσθέτως ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ὀφείλει νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ φυσικὴ κλίση της, ἡ ἀληθινή της ἀνάπαυση, διότι πλάσθηκε μὲ σκοπὸ νὰ ἀγαπᾶ τὸ καλό, τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ ἀληθινό. Ἀγαπᾶ λοιπὸν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἀσύλληπτο μεγαλεῖο Του, διότι «τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν», γιὰ τὴν ἄπειρη δύναμή Του, ἀ­φοῦ «τῷ λόγῳ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν», γιὰ τὴ θεία σοφία καὶ τὸ ὑπέρκαλλο κάλλος Του, ἀφοῦ «πάν­τα ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν» «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (βλ. Ψαλ. ος΄ [76] 14, λβ΄ [32] 6, ργ΄ [103] 24, Ὄρθρος Μ. Σαββάτου, Ἐγκώμιον Α΄ Στάσεως). Τὸ δὲ κάλλος τοῦ προσώπου Του αἰχμαλωτίζει καὶ θέλγει τὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ. Ἐὰν μάλιστα, προσθέτει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, τὸ κάλλος τῶν ἐπιγείων κτισμάτων, τὸ ὁποῖο εἶναι ἁπλῶς μία ἀμυδρὰ ἀντανάκλαση τοῦ κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, προκαλεῖ σὲ ὅλους μας τὸν θαυμασμό, πόσο πρέπει νὰ αἰχμαλωτίζει τὴν καρδιά μας ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ποὺ εἶναι ἡ αὐτοωραιότης καὶ ἡ αὐτοευμορφία;(*).

Ἡ ἀγάπη μας ὅμως πρὸς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι δικό μας κατόρθωμα· «εἶναι θεῖον δώρημα», ποὺ δωρίζεται ἀποκλειστικὰ ὑπὸ τῆς θείας Χάριτος στὴν κεκαθαρμένη ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πάθη καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφοῦ, ὅπως γράφει ὁ ἔμπλεως θείας ἀγάπης ἅγιος Νεκτάρι­ος, εἶναι «ἀδύνατον νὰ γεννηθῇ θεία ἀγάπη ἄνευ ἐπενεργούσης θείας δυνάμεως ἐπὶ τῆς καθαρᾶς μόνον καρδίας».

Κι ἂν ἀξιωθοῦμε αὐτῆς τῆς δωρεᾶς καὶ γεννηθεῖ καὶ στὴ δική μας καρδιὰ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τότε τὸ πῦρ αὐτὸ τῆς θείας ἀγάπης εἶναι ἀνάγκη νὰ τροφοδοτεῖται ἀκατάπαυστα γιὰ νὰ αὐξάνει καὶ προοδεύει, καὶ τὸ κατεξοχὴν μέσο εἶναι νὰ συλλογιζόμαστε μὲ προσοχὴ τὸ πλῆθος τῶν καλῶν καὶ τῶν χαρισμάτων ποὺ ἀβίαστα μᾶς χάρισε ὁ ἐράσμιος Θεός.

Ὁ ἐν Τριάδι Θεὸς δὲν περιορίστηκε στὴν ὑλικὴ δημιουργία προσφέροντάς μας μόνο τὰ «καλὰ λίαν» ἀναρίθμητα κτίσματα. Θέλησε νὰ μᾶς χαρίσει καὶ ἄπειρη χαρὰ καὶ εὐδαιμονία καὶ στὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε αἰ­­ωνίως τὴ δόξα Του, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶ­ναι «ὅλος γλυκασμός, ὅλος εὐφροσύνη, ὅλος ἐπιθυμία καὶ ὅλος ἀχόρταστος χορτασμός». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Πατὴρ ἔστειλε τὸν πολυπόθητο Υἱό Του στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἀφοῦ πέρασε πρῶτα μιὰ ζωὴ συντροφευμένη ἀπὸ ἀναρίθμητους κόπους, στερήσεις καὶ ταπεινώσεις, πέθανε γιὰ χάρη μας πάνω στὸ κατάξηρο ξύλο τοῦ Σταυροῦ σὰν ἕνας κακοῦργος, γιὰ νὰ χαρίσει σὲ μᾶς ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὑπερφυὴ δῶρα ποὺ ἀπέρρευσαν ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, καὶ κυρίως καὶ πρωτίστως τὰ ἁγιά­σματα ἐκεῖνα τῆς Τριάδος, τὰ φοβερὰ Μυστήρια καὶ μάλιστα τὸ ὑπερφυέστατο Μυστήριο τῆς θείας Μεταλήψεως.

Ἰλιγγιᾶ πράγματι ὁ νοῦς μας καὶ αὐξάνει ὁπωσδήποτε ἡ ἀγάπη μας στὸ Θεό, καθὼς ἀναλογιζόμαστε τὴ μέγιστη αὐτὴ εὐεργεσία, τὸ μοναδικὸ αὐτὸ δώρημα, στὸ ὁποῖο ὁ Κύριος ἀπὸ ὑπερεκβλύζουσα ἀγαθότητα καὶ ἀγάπη μᾶς χάρισε ὅ,τι ἀνώτερο ὑπάρχει, τὸν ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό, ἂν καὶ προέβλεπε τὸ ἄπειρο πλῆθος τῶν καταφρονήσεων καὶ τῆς ἀνευλάβειας ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δείχνουν οἱ Χριστιανοὶ στὸ πανάγιο Σῶμα Του καὶ τὸ δεσποτικὸ Αἷμα Του. Ἐντούτοις νίκησε ἡ θεοπρεπέστατη ἀγάπη Του ὅλες αὐτὲς τὶς δυσκολίες λόγῳ τῆς σφοδρῆς ἐπιθυμίας Του νὰ ἔλθει καὶ στὴ δική μας καρδιὰ γιὰ νὰ τὴν φωτίσει καὶ νὰ τὴν ἁγιάσει. Ἔτσι μὲ τὴ σταυρωμένη Ἀγάπη στὴν καρδιά μας θὰ μποροῦμε περισσότερο νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε, μὲ μεγαλύτερη θερμότητα νὰ Τὸν ἐναγκαλισθοῦμε νοερῶς, Αὐτὸν τὸν πλη­­γωμένο Νυμφίο τῆς ψυχῆς μας, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.

(*) Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Ἅπαντα, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 2005, σελ. 154.


Πηγή: Ο Σωτήρ